κατάθεση (τραπεζική)

κατάθεση (τραπεζική)
влог

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και τραπεζικός, η, Ν 1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τράπεζα ή στη λειτουργία ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος (α. «τραπεζικός υπάλληλος» ο υπάλληλος που εργάζεται σε τράπεζα β. «τραπεζικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”